μονιμοποιώ — μονιμοποιώ, μονιμοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονιμοποιώ — μονιμοποίησα, μονιμοποιήθηκα, μονιμοποιημένος, κάνω κάτι ή κάποιον μόνιμο: Μονιμοποιήθηκαν όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι στην υπηρεσία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
μονιμοποίηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονιμοποιώ, σταθεροποίηση, παγίωση («αναμένεται η μονιμοποίηση τών έκτακτων υπαλλήλων») 2. ιατρ. η σταθεροποίηση με τη βοήθεια χημικών ουσιών, όπως είναι το οινόπνευμα και τα διαλύματα φορμόλης, ενός… … Dictionary of Greek
φιξάρω — (λ. γαλλ.), φιξάρισα, φιξαρίστηκα, φιξαρισμένος, μτβ., σταθεροποιώ, μονιμοποιώ, κάνω κάτι σταθερό, αναλλοίωτο, μόνιμο (ιδίως για χρώματα, φωτοτυπίες κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)